- ἀφόδευμα
- ἀφόδευμαexcrementneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφόδευμα — το (AM ἀφόδευμα) το αποπάτημα, το χέσιμο … Dictionary of Greek
ἀφοδευμάτων — ἀφόδευμα excrement neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοδεύματα — ἀφόδευμα excrement neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοδεύματι — ἀφόδευμα excrement neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοδεύματος — ἀφόδευμα excrement neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονιαία — ὀνιαῑα, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοῡ ἵππου ἀφόδευμα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κατάλ. ιαῖος] … Dictionary of Greek
περίσσευμα — το, ΝΜΑ και περίσσεμα Ν και αττ. τ. περίττευμα, Α, [περισσεύω] 1. καθετί που περισσεύει, το πλεόνασμα, η ποσότητα που περισσεύει, που υπολείπεται, που μένει ως κατάλοιπο (α. «περίσσευμα τού προϋπολογισμού» β. «ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν … Dictionary of Greek
υσκυθά — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑὸς ἀφόδευμα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ., πιθ. εσφαλμένος] … Dictionary of Greek
k̂ū̆dh- — k̂ū̆dh English meaning: dirt Deutsche Übersetzung: “Mist, Kot”?? Material: Gk. ὑσ κυθά ὑὸς ἀφόδευμα Hes., κυθώδεος δυσόσμου Hes., κυθνόν “σπέρμα” Hes.; Lith. šu das, Ltv. sūds “crap, muck, ordure”. References: WP. I 467.… … Proto-Indo-European etymological dictionary